- βλέπεται
- βλέπωseepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
видѣтисѧ — ВИ|ДѢТИСѦ (44), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ. гл. 1.Быть видимым, представляться, казаться: повелѣвъша свѣтьло коупьно и радостьно. цр҃квьноѥ творить зьданиѥ... больши же бл҃годать и веселиѥ въ цр҃къвънѣмь вид˫ашетьс˫а помостѣ. (ὡρᾶτο) ЖФСт XII, 49 об.; нъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αΐδηλος — ἀίδηλος, ον (Α) 1. αυτός που καθιστά κάτι αόρατο, ολέθριος, καταστρεπτικός 2. αόρατος, άγνωστος 3. (ως επίθ. τού Αδη) σκοτεινός, ζοφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. < ἀ στερητ. + ἰδ εῖν + επίθημα ηλος. Αρχική σημ. τής λ. πρέπει να ήταν «ο ανυπόφορος… … Dictionary of Greek
αϊδής — ἀιδής, ές (Α) 1. αυτός που δεν βλέπεται, αόρατος, αφανής 2. αυτός που δεν βλέπει, τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Fiδείv, απρμφ. αορ. β΄ τού ρ. ὁρῶ] … Dictionary of Greek
ετερώνυμος — η, ο (ΑΜ ἑτερώνυμος, ον) αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά νεοελλ. 1. αυτός που δημοσιεύεται με ξένο όνομα 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό 3. μαθημ. φρ.… … Dictionary of Greek
ευόρατος — εὐόρατος, ον (Α) αυτός που φαίνεται καλά, που βλέπεται σαφώς, ο ορατός, ο εύοπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορατός (< ορώ)] … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… … Dictionary of Greek
Μουνιέ, Εμανουέλ — (Emmanuel Mounier, Γκρενόμπλ 1905 – Παρίσι 1950). Γάλλος φιλόσοφος, ιδρυτής του περιοδικού Esprit (από το 1932). Από τα κυριότερα έργα του είναι: Πραγματεία για τον χαρακτήρα (1946) και Ο περσοναλισμός (1949). Ο περσοναλισμός του βρίσκεται στη… … Dictionary of Greek
βλέπομαι — βλέπομαι, ειδώθηκα, ιδωμένος βλ. πίν. 111 Σημειώσεις: βλέπομαι : εκτός από την έννοια → αξίζει να με δει κανείς (αυτό το έργο δε βλέπεται), έχει κυρίως αξία αλληλοπάθειας (μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής